- χαλυβουργία
- ηχαλυβοβιομηχανία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλυβουργία — η, Ν 1. το σύνολο τών βιομηχανικών διεργασιών που απαιτούνται για την παρασκευή και κατεργασία τού χάλυβα 2. (με ευρεία σημ.) το σύνολο τής βαριάς μεταλλουργίας τού σιδήρου 3. ο αντίστοιχος βιομηχανικός κλάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + ουργία… … Dictionary of Greek
χαλυβουργικός — ή, ό, Ν [χαλυβουργία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαλυβουργία («χαλυβουργική βιομηχανία») … Dictionary of Greek
χαλυβουργός — ο, Ν [χαλυβουργία] 1. ειδικός στη χαλυβουργία 2. εργαζόμενος σε χαλυβουργείο 3. ιδιοκτήτης χαλυβουργείου … Dictionary of Greek
Volos — Infobox Greek Dimos name = Volos name local = Βόλος caption skyline = Volos Promenande periph = Thessaly prefec = Magnesia population = 82439 population as of = 2001 area = 27.678 elevation min = 0 elevation max = 5 lat deg = 39 lat min = 22 lon… … Wikipedia
οπτάνθρακας — ο το κοκ, πορώδες υπόλειμμα που λαμβάνεται κατά την πυρόλυση τών γαιανθράκων και χρησιμοποιείται στη χαλυβουργία, στη χημική βιομηχανία, ως καύσιμο κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + άνθραξ. Η λ., στον λόγιο τ. ὀπτάνθραξ, μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
σιδηρόκραμα — το, Ν (χημ. τεχνολ.) συν. στον πληθ. τα σιδηροκράματα συνοπτική ονομασία όλων τών κραμάτων που περιέχουν σίδηρο και, ειδικότερα, αυτών που χρησιμοποιούνται στη χαλυβουργία για τον εξευγενισμό και την παρασκευή ειδικών χαλύβων … Dictionary of Greek
χαλυβοβιομηχανία — η, Ν χαλυβουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + βιομηχανία] … Dictionary of Greek
Αυστραλία, Νότια — (South Australia). Ομόσπονδη πολιτεία (984.000 τ. χλμ., 1.518.874 κάτ. το 2001) της Αυστραλιανής Κοινοπολιτείας, στο κεντρικό και νότιο τμήμα της ηπείρου. Επειδή βρίσκεται στη γραμμή που ενώνεται το υψίπεδο της Δυτικής Αυστραλίας με τις μεγάλες… … Dictionary of Greek
Γιούτα — (Utah). Πολιτεία (219.888 τ. χλμ., 2.233.169 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στο κεντροδυτικό τμήμα της χώρας, στην περιοχή των υψιπέδων που περιλαμβάνονται ανάμεσα στις Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες. Συνορεύει με τις πολιτείες, στα Β του Αϊντάχο και του … Dictionary of Greek